Φασιανῶν

Φασιανῶν
Φασιανός
from the river Phasis
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φασιανῶν — φᾱσιᾱνῶν , φασιανός from the river Phasis masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHASIANARIUS — qui Phasianos pascit. Paulus ICtus Phasianarii autem et pastores anserum non continentur. Vide Spiegelium apud Ioh. Calvin. Lexix. Iurid. Erat autem Phasianus, sobriis olim Principibus ultimus delitiarum finis, quippe cui per se eximiae raritas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άκομος — (acomus) Γένος φασιανών, που ανήκει στην οικογένεια των φασιανιδών. Ζει σε περιοχές της Μαλαισίας και έχει τα πλαϊνα του κεφαλιού του εντελώς γυμνά. Στο είδος α. η ερυθρόφθαλμος, που υπάρχει στη Μαλάκα και τη Σουμάτρα, το θηλυκό έχει γκρίζο… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”